- κονσόλα
- I
Κινητό βοηθητικό έπιπλο, που στηρίζεται στον τοίχο και σε δύο πόδια με σιγμοειδή κάμψη. Την εποχή της Αναγέννησης η κ. στηριζόταν στον τοίχο ή την αναρτούσαν σε αυτόν και ήταν διακοσμημένη με διάφορα κομψοτεχνήματα. Ήταν κατασκευασμένη από ξύλο και έφερε ανάγλυφες διακοσμήσεις με σμάλτο. Από τον 17o αι. η κ. διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη, όπως και πολλά κυρίως διακοσμητικά έπιπλα. Οι επιπλοποιοί και οι ξυλογλύπτες δημιούργησαν πλήθος κομψότατων υποδειγμάτων κ., τα οποία ακολουθούσαν τα κατά καιρούς καλλιτεχνικά ρεύματα της διακοσμητικής των επίπλων. Η επιχρύσωση και η ενθετική τέχνη (η τοποθέτηση ποικίλων αντικειμένων στην επιφάνεια επίπλων και σκευών) συνετέλεσαν κατά πολύ στον εξωραϊσμό της κ. Οι πιο αριστοτεχνικές κ. κατασκευάστηκαν στην εποχή του Λουδοβίκου ΙΕ’ και του ΙΣΤ’. Αργότερα εξελίχθηκε σε αυτοτελές διακοσμητικό έπιπλο και αποτέλεσε ιδιαίτερη ποικιλία τραπεζιού με δύο πόδια σιγμοειδή, τα οποία συνδέονται στη βάση, ενώ πλέον στηρίζεται στον τοίχο και στην επιφάνειά της τοποθετείται μάρμαρο ή πολυτελές ξύλο.
Τυπικό δείγμα κονσόλας μπαρόκ που συνηθιζόταν κυρίως στην Ιταλία.
IIΚονσόλα αυτοκρατορικού ρυθμού, που κυριαρχούσε στα χρόνια του Ναπολέοντα.
(Τεχνολ.). Κινητό ή ενσωματωμένο τμήμα του εκκλησιαστικού οργάνου όπου βρίσκονται το πληκτρολόγιο και το ποδόπληκτρο· ο ακουστικός μείκτης.Επίσης, κ. ονομάζεται ο πίνακας οργάνων για τον χειρισμό και τον έλεγχο ηλεκτρονικού ή μηχανολογικού εξοπλισμού (εγκαταστάσεων, συσκευών κλπ.).Ειδικότερα, χαρακτηρίζονται οι περιφερειακές ή τερματικές μονάδες ηλεκτρονικού υπολογιστή οι οποίες διαθέτουν οθόνη και πληκτρολόγιο που χρησιμεύουν για τον διάλογο χειριστή-μηχανής. Τα τελευταία χρόνια, ο όρος χρησιμοποιείται για εκείνες τις ηλεκτρονικές συσκευές που χρησιμοποιούνται για την αναπαραγωγή βιντεοπαιχνιδιών (π.χ. PlayStation της Sony, Χ-Βοχ της Microsoft, GameBoy και διάφορες άλλες συσκευές της Nintendo).* * *η1. ορθογώνια ξύλινη, μαρμάρινη ή πέτρινη διακοσμητική προεξοχή τοίχου που χρησιμεύει ως στήριγμα θριγκού, εξώστη, αγάλματος, αγγείου κ.λπ2. είδος τραπεζιού που τοποθετείται δίπλα σε τοίχο και συνήθως στηρίζεται σ' αυτόν έτσι ώστε μόνο στο πρόσθιο μέρος να χρειάζεται πόδια ή άλλο διακοσμημένο στήριγμα3. τεχνολ. α) γενικός χαρακτηρισμός εδράνου πάνω στο οποίο προσαρμόζονται διάφορα όργανα και λοιπός εξοπλισμός που χρησιμεύουν κατά περίπτωση για τον χειρισμό και τον έλεγχο ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων, ηλεκτρονικών συσκευών κ.λπ.β) οι περιφερειακές ή τερματικές μονάδες ηλεκτρονικού υπολογιστή που είναι εξοπλισμένες με πληκτρολόγιο και, συνήθως, οθόνη απεικόνισης4. μουσ. α) ο ακουστικός μίκτηςβ) το πάνω μέρος τής άρπας, οι καβίλιες τών χορδώνγ) το τμήμα τού εκκλησιαστικού οργάνου όπου βρίσκεται το πληκτρολόγιο και το ποδόπληκτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. console, πιθ. < μσν. γαλλ. consolateur «γλυπτό που στηρίζει γείσο» < λατ. consolator].
Dictionary of Greek. 2013.